-
1 νεῦμα
2 expression of will, command,μονοψήφοισι νεύμασι A.Supp. 373
(lyr.);ἀπὸ νεύματος προστάττειν τινί Plb.21.38.4
; approval, sanction,ἀετὸς φέρων ἐκ Διὸς ταῖς εὐχαῖς ν. Philostr.Her. 12a
.1, cf. IG3.636; control, ὑποτάττειν Παλαιστίνην τῷ ν. τινός Chor.p.28B.II quarter of the heavens, D.P.517.2 generally, direction, Heliod. ap. Orib.49.4.39, PMag.Par.1.178.
См. также в других словарях:
νεύμα — το (ΑΜ νεῡμα) σημείο που δίνεται με κίνηση τού κεφαλιού, τών οφθαλμών ή τών χεριών, νόημα, γνέψιμο («καὶ ὁ χριστὸς ἔλεξε δαήμονι νεύματα πέμπων», Νόνν.) νεοελλ. (στη μουσική σημειογραφία) σημείο που τοποθετούσαν πάνω από τις συλλαβές οι οποίες… … Dictionary of Greek